βρωμιούχος

βρωμιούχος
ος , ον содержащий бром; бромистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βρωμιούχος" в других словарях:

  • βρωμιούχος — ο αυτός που περιέχει βρώμιο …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • μεθανθελίνη — η (φαρμ.) βρωμιούχος ανθρακικός εστέρας τού ξανθενίου που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως αντιχολινεργικό …   Dictionary of Greek

  • τριβρωμιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (για χημική ένωση) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα βρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tribromure < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ και τρεις) + bromure «βρωμιούχος» (< brome «βρώμιο» < …   Dictionary of Greek

  • υπερβρωμιούχος — α, ο, Ν φρ. «υπερβρωμιούχο άλας» χημ. ονομασία τών βρωμιούχων αλάτων που περιέχουν στο μόριό τους την ανώτερη δυνατή ποσότητα βρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. perbromure < per (< λατ. per ) + bromure «βρωμιούχος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»